Η ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΗ ΤΟΥ ΙΘ΄ ΑΙΩΝΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ
ανάρτηση από το sitalkisking.blogspot.com
Ομιλία του ΠΑΝΤΕΛΗ ΣΤΕΦ। ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ
στην Αλεξανδρούπολη (2003).
Κυρίες και κύριοι,
Θέλω να ευχαριστήσω από βάθους καρδίας την πρόεδρο κ. Τζούλια Φανφάνη- Μαλακόζη και ολόκληρο το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου Φίλων Αδριανούπολης, για τη ευγενική τους πρόσκληση.
Αποτελεί τιμή για μένα, που μου δίνουν την ευκαιρία να σας μιλήσω απόψε για μια πόλη από τις αλησμόνητες πατρίδες, για μια πόλη αγλάισμα, στην οποία μεγαλούργησε ο Ελληνισμός από τα πανάρχαια χρόνια, αλλά είχε την ατυχία, εξαιτίας των διεθνών σκοπιμοτήτων να βρεθεί εκτός του ελληνικού εθνικού κορμού.
Και έρχομαι στο θέμα μου:
Η Αδριανούπολη, αυτή η μυθική πόλη για ολόκληρο τον Θρακικό Ελληνισμό, ασκούσε μέσα μου, από τα παιδικά μου χρόνια, μια τρομερή γοητεία. Με συνάρπαζε, εξήπτε την παιδική μου φαντασία, κέντριζε το ενδιαφέρον μου, αν και η οικογένειά μου δεν είχε σχέση προέλευσης, από την πόλη αυτή, που δέσποζε διοικητικά, οικονομικά και μορφωτικά, στον ευρύτερο χώρο της ενιαίας κατά το παρελθόν Θράκης.
Από τη μια, ο θαυμασμός των μεγάλων, για την πόλη αυτή, και από την άλλη οι αφηγήσεις της γιαγιάς μου Αναστασίας, για τις επισκέψεις της εκεί, στις αρχές του αιώνα, με ιππήλατα κάρα από το Διδυμότειχο, πυροδοτούσαν πάντα τη σκέψη μου.
Αργότερα, όταν μεγάλωσα, έμαθα πια, ότι η Αδριανούπολη, ήταν πάντα, η μητρόπολη του Θρακικού Ελληνισμού, η σπουδαιότερη πόλη του από το πανάρχαια χρόνια, έως τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα. Πολυεθνική και φυσικά πολυπολιτισμική στη σύνθεσή της, με κυρίαρχο πάντα και άκρως ακμαίο και δυναμικό, το Ελληνικό στοιχείο, πλούσια στο εμπόριο, προχωρημένη στα γράμματα, πρωτοπόρα στον Πολιτισμό.
Στην πόλη αυτή, στις 14 Σεπτεμβρίου 1829, μετά από τον νικηφόρο πόλεμο των Ρώσων εναντίον των Τούρκων, υπεγράφη η ομώνυμη συνθήκη, με το άρθρο 10 της οποίας, η Τουρκία αποδέχθηκε χωρίς όρους όλες τις διατάξεις της συνθήκης του Λονδίνου, που αποτέλεσαν την αφετηρία της αναγνώρισης της Ελλάδας, ως ανεξάρτητου κράτους, μετά την νικηφόρα Επανάσταση του 1821.
Η Αδριανούπολη σήμερα, είναι μια αρκετά μεγάλη πόλη της Τουρκίας με Πανεπιστήμιο και πολλές στρατιωτικές και κρατικές υπηρεσίες, χωρίς όμως να έχει την αίγλη και την ακμή του ένδοξου ιστορικού παρελθόντος της, στη σημερινή δομή του γειτονικού κράτους.
Αλλά στην εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εθεωρείτο πάντοτε, η δεύτερη πόλη μετά τη Κωνσταντινούπολη.
Την Αδριανούπολη του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, θα επιχειρήσουμε να γνωρίσουμε σήμερα, με τη βοήθεια διπλωματικών εγγράφων και άλλων πηγών της εποχής εκείνης.
Είχα τη ευκαιρία, ετοιμάζοντας ένα βιβλίο για την σκληρή καθημερινότητα της Θράκης του 19ου αιώνα, να μελετήσω πολλά διπλωματικά έγγραφα και άλλα ντοκουμέντα, που μας δίνουν ανάγλυφη εικόνα της αγαπημένης αυτής πόλης. Το βιβλίο αυτό, που είναι έτοιμο, δεν κατόρθωσα να το εκδώσω ακόμα. Με τη βοήθεια όμως ενός μέρους του υλικού του, θα επιχειρήσουμε σήμερα αυτό το νοερό ταξίδι στο παρελθόν της Αδριανούπολης.
Εμπορικός δρόμος της Αδριανούπολης και με ελληνικά καταστήματα Μια ανάλυση της σπουδαιότητας της Αδριανούπολης, αλλά και του ελληνικού χαρακτήρα της, περιλαμβάνεται στην έκθεση του Έλληνα πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Ανδρέα Κουντουριώτη προς τον υπουργό Εξωτερικών Αλέξανδρο Ραγκαβή, με ημερομηνία 6 Δεκεμβρίου 1857. Μ’ αυτήν προτείνει στην κυβέρνηση να αναβαθμίσει το υποπροξενείο, σε προξενείο, λόγω της σπουδαίας θέσης της Αδριανούπολης, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Είναι πολύ σημαντικό έγγραφο.
«Κύριε, υπουργέ, γράφει ο Κουντουριώτης, εκ των επαρχιών της Ευρωπαϊκής Τουρκίας η Θράκη ως είναι γνωστόν διακρίνεται καθ’ όλην την Ανατολήν δια τε την εξαιρετικήν θέσιν της, το εμπόριον και τον πληθυσμόν της. Απασών δε των πόλεων της Θρακικής, η Αδριανούπολις, καθ’ όλους τους λόγους κατέχει μετά το Βυζάντιον την επιφανεστέραν και διασημοτέραν θέσιν. Η πόλις αύτη είναι το κέντρον όλου του εσωτερικού εμπορίου, είναι ο μέγας κρίκος ο συνδέων δια ξηράς την Μητρόπολιν με τας άλλας εμπορικάς πόλεις της Θράκης, της Μακεδονίας, της Βουλγαρίας κλπ. είναι δε η πολυπληθεστέρα των άλλων και η μάλλον υπό Χριστιανών κατοικουμένη. Αλλ΄ η Αδριανούπολις έχει ένα άλλον ουσιωδέστερον χαρακτήρα. Είναι η μόνη καθαρώς Ελληνική πόλις η διατηρήσασα ανέκαθεν αγνόν τον τύπον του εθνισμού της και αντιτάξασα πάντοτε γενναίαν και επίμονον αντίστασιν κατά των επιδρομών και αξιώσεων των άλλων φυλών. Εις την πόλιν ταύτην είναι ανάγκη η Ελλάς να αντιπροσωπεύηται μ’ όλην την αξιοπρέπειαν, ήν απαιτούν τα συμφέροντα άτινα κέκληται να προστατεύση εις τας χώρας ταύτας…».
Αλλά δεν ήταν μόνο η κυρίαρχη θέση της στη διοίκηση και την οικονομία. Ήταν και η ποιότητα των Ελλήνων κατοίκων της και ο πατριωτισμός τους.
Ο Πέτρος Λογοθέτης πρόξενος στην Αδριανούπολη το 1866, αν και εν μέρει επικριτικός για τους κατοίκους της Αδριανούπολης, αναφέρει σε έκθεσή του με ημερομηνία 17 Οκτωβρίου.
«... Οιαιδήποτε και να ώσι αι περί εκπαιδεύσεως σκέψεις των και αι λοιπαί ασύγγνωστοι προς την εν γένει κοινωνικήν πρόοδον ολιγωρίαι των, εισίν άξιοι ου μόνον επαίνου αλλά και θαυμασμού δια την φιλογένειαν και τον φιλελληνισμόν των οι ομογενείς της επαρχίας ταύτης, κατ’ εξοχήν δε οι ανήκοντες εις την δευτέραν και τρίτην κλάσιν κάτοικοι. Μάρτυς δε τούτου αρίδηλος είναι οι αξιάγαστοι αγώνες, ούς επί μακράς σειρά ετών κατά του Πανσλαβισμού και του Ουνιτισμού ηγωνίσαντο».
Σημαντική παρατήρηση της έκθεσης είναι, πως οι Έλληνες είχαν την πρώτη θέση στην κοινωνική- όχι στην πληθυσμιακή- κατάταξη των εθνοτήτων. Ακολουθούσαν οι Οθωμανοί . Την τρίτη θέση κατείχαν «οι κατά την εγχώριον γλώσσαν καλούμενοι Γραικοσλάβοι ή Βουλγαροσλάβοι» γιατί όλοι μιλούσαν την Ελληνική γλώσσα και ακολουθούσε «το κυμαίνον πλήθος φυλών και γλωσσών».
Σε άλλο σημείο της έκθεσής του ο Λογοθέτης έχει παρατηρήσεις και για τους σύγχρονούς του Οθωμανούς της Αδριανούπολης για τους οποίους γράφει ότι είναι ξυπόλητοι, τεμπέληδες, πολυλογάδες, παραμυθάδες, καφενόβιοι και καπνιστές ναργιλέδων.
Πάντως, τα δημόσια λουτρά της Αδριανούπολης, τα χαμάμ της, ήταν ονομαστά ακόμα και από τον 18ο αιώνα. Τόσο ονομαστά, που εντυπωσίασαν μια Αγγλίδα αριστοκράτισσα, τη λαίδη Μαίρη Γουόρτλεϊ Μόνταγκιου, σύζυγος του Άγγλου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη. Η λαίδη επισκέφθηκε την Αδριανούπολη το 1717 και φυσικά τα χαμάμ της και έγραψε ότι εντυπωσιάσθηκε από τις μαρμάρινες επενδύσεις τους και από την παρουσία περίπου 200 γυναικών, που έπαιρναν το λουτρό τους, πίνοντας καφέ ή σερμπέτι, ξαπλωμένες, με τις νεαρές σκλάβες τους, να τις περιποιούνται.
Το αστείο είναι ότι όταν την έπεισαν να γδυθεί, με έκπληξη οι Αδριανουπολίτισσες, που στην πλειοψηφία τους θα ήταν ίσως Οθωμανίδες, διαπίστωσαν ότι κάτω από τα φουστάνια της, φορούσε κάποιο άλλο περίεργο φόρεμα, ασυνήθιστο και πολύ σφιχτό γύρο από το κορμί της… Και ικανοποιήθηκαν!!! Γιατί θεώρησαν, πως ήταν μια εφεύρεση του συζύγου της, για να την έχει καλά κλειδωμένη… Στην πραγματικότητα ήταν ένας… στενός κορσές, άγνωστο είδος ακόμη στην Αδριανούπολη….
Οι Οθωμανοί, πολλές φορές έκαναν επιδεικτικές τελετές, όπως τον Ιούνιο του 1866, όταν ο Γενικός Διοικητής Χουρσίτ Πασσάς γιόρτασε την επέτειο της ενθρόνισης του Σουλτάνου με φαντασμαγορικές φωταψίες και επιδεικτικό κάψιμο πυροτεχνημάτων.
Παρόμοιες στιγμές Οθωμανικού μεγαλείου έζησε η Αδριανούπολη και το 1851 όταν στις 3 Μαρτίου έφθασε στην πόλη το κάλυμμα του τάφου του προφήτη Μωάμεθ, δώρο του Σουλτάνου στο Εσκή Τζαμί, το οποίο πριν καταλάβουν οι Τούρκοι, ήταν ναός της Θεοτόκου. Ο Γενικός Διοικητής και οι αρχές της Αδριανούπολης, όλοι με τις μεγάλες στολές και τα παράσημά τους, πλήθος χοτζάδων, σοφτάδων (μελετητών του Κορανίου) και σεΐχηδων, που έψελναν ύμνους του Κορανίου, έσπευσαν να προϋπαντήσουν το ιερό γι’ αυτούς κάλυμμα του τάφου του Μωάμεθ. Ήταν φορτωμένο σε ένα μουλάρι, που το χαλιναγωγούσε ένας σεΐχης. Προηγείτο ένας λόχος λογχιστών και ακολουθούσε ένας λόχος οπλοφόρων.
Το ιερό κάλυμμα ήταν μεταξωτό ύφασμα , λευκό και πράσινο γεμάτο με χρυσοκέντητα εδάφια του Κορανίου. Το δώρο του Σουλτάνου, αναζωπύρωσε την εποχή εκείνη το θρησκευτικό συναίσθημα των Οθωμανών.
Στην Αδριανούπολη υπήρχαν πάντα μεγάλα και ονομαστά σχολεία τα οποία συντηρούσε η φιλογένεια των υπόδουλων Ελλήνων. Στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, υπάρχει ένα ανυπόγραφο και αχρονολόγητο έγγραφο. Η κατά προσέγγιση χρονολόγησή του, μπορεί να γίνει από την αναφορά του ονόματος της Καλλιρρόης Σιγανού (μετέπειτα Παρέν, η οποία διακρίθηκε ως η πρώτη φεμινίστρια της Ελλάδας) που υπηρέτησε με την ιδιότητα της εκπαιδευτικού στην Αδριανούπολη περί το 1888. Παρά την πίστη τους στην ανάγκη να μαθαίνουν τα παιδιά τους γράμματα, δεν απέφυγαν το διχασμό ειδικά στα περίχωρα της πόλης. Στο χειρόγραφο αυτό, μεταξύ άλλων, διεκτραγωδείται η κατάρα της διχόνοιας και του παραγοντισμού.
«Σημειωτέον προς τούτοις, ότι εις τα πλείστα ίνα μη είπω εις πάντα των χωρίων, ο διορισμός του διδασκάλου αποτελεί το σημείον, εν ώ συγκρούονται αι διάφοροι των χωρίων πολιτικαί μερίδες. Ως εκ τούτων εν ή περιπτώσει η μία μερίς η επικρατούσα διορίση τον εαυτής υποψήφιον, οι της εναντίας μερίδος οπαδοί δεν στέλωσιν τα εαυτών τέκνα εις κοινόν σχολείον, αλλά μισθούσιν ιερέα τινά ή ψάλτην, ο οποίος εν τινι δωματίω διδάσκει την Οκτώηχον και το Ψαλτήριον. Το τοιούτον αποτελεί γεγονός άξιον προσοχής και θεραπείας, καθ’ ό σπουδαίως παραβλάπτον την παίδευσιν».
Προβλήματα στην Παιδεία της Αδριανούπολης, που δεν μειώνουν βέβαια την τεράστια προσφορά της πόλης και των κατοίκων της στην εκπαίδευση των υπόδουλων Ελλήνων, εντοπίζονται και το 1875.
Ο «Νεολόγος» η εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης, στις 9 Οκτωβρίου 1875 με ένα δημοσίευμά του κάνει λόγο για «ελεεινή κατάσταση» την οποία, όπως γράφει μια ομάδα επιμένει να εμφανίζει ως ανθηρά και προτρέπει το μητροπολίτη να λάβει «σπουδαίαν πρόνοιαν περί της βελτιώσεως των κακώς εχόντων». Ταυτόχρονα ο εισηγητής της εξεταστικής επιτροπής για τα σχολεία της Αδριανούπολης Κριτής, στην έκθεσή του έλεγε με σαφήνεια: «Η κατάστασις των σχολείων και το λέγω μετά μεγίστης μου θλίψεως, είναι ουχί ευάρεστος».
Αλλά και πολύ νωρίτερα, προβλήματα για την εκπαίδευση της Αδριανούπολης, που οφείλονταν καθαρά σε διενέξεις παραγόντων της πόλης διαπίστωνε σε έκθεσή με ημερομηνία 17 Οκτωβρίου 1866 και ο πρόξενος Πέτρος Λογοθέτης που σημείωνε τον ανταγωνισμό που υπήρχε μεταξύ των αυτοχθόνων και των εκεί παρεπιδημούντων Ελλήνων υπηκόων, προερχομένων από άλλα μέρη της Ελλάδας (έμποροι κυρίως). Ο Λογοθέτης ήταν επικριτικός και για τους ίδιους τους κατοίκους της Αδριανούπολης γιατί δεν άφηναν τα παιδιά να προχωρήσουν στις σπουδές τους, αλλά αρκούνταν να μαθαίνουν τα απολύτως απαραίτητα για τις πρακτικές ανάγκες της ζωής τους. Παρά τις επικρίσεις πάντως, τα σχολεία της Αδριανούπολης κατόρθωσαν να γίνουν ονομαστά, για το επίπεδό τους.
Μια σπουδαία περιγραφή των κοινωνικών παραμέτρων που συνέθεταν την πόλη κατά το 1866, προέρχεται από την προαναφερθείσα εκτενέστατη χειρόγραφη έκθεση του Έλληνα πρόξενου της πόλης Πέτρου Λογοθέτη, που σώζεται στο υπουργείο Εξωτερικών.
Από την έκθεση αυτή πληροφορούμαστε, ότι τα χρόνια εκείνα, η Αδριανούπολη είχε έξι δημοτικά σχολεία, δύο παρθεναγωγεία, δύο προκαταρκτικά βουλγαρικά σχολεία και την Κεντρική Σχολή. Μέσα στο κάστρο της πόλης, ήταν τα δύο δημοτικά, με 230 μαθητές, τα δύο παρθεναγωγεία με 130 μαθήτριες, η Κεντρική Σχολή με 70 μαθητές το ένα βουλγαρικό σχολείο με 50 μαθητές, σύνολο 480 μαθητές. Από τα σχολεία που λειτουργούσαν έξω από το κάστρο της πόλης, στο Ιλδιρίμ υπήρχαν 200 μαθητές, στο Καΐκιοϊ 100, στο Ατ Παζάρ 65 και στον Κιρισχανέ 180.
Αναφορές υπάρχουν και στα οικονομικά προβλήματα στη λειτουργία των σχολείων.
«… Ουδενός των Σχολείων κεφάλαια αποθεματικά έχοντος, η συντήρησις αυτών αποβαίνει τα μάλιστα δύσκολος και δυσοικονόμητος. Την θεραπείαν ευρίσκει επί του παρόντος εις τα συνδρομάς των ενοριακών εκκλησιών, των φιλογενών πολιτών, των παρεπιδημούντων Ελλήνων εμπόρων, του μητροπολίτου Αδριανουπόλεως και των υποχρεωτικών μαθητικών πενιχρών διδάκτρων. Τούτων δε εξαρτωμένων πάντων εκ της ατομικής θελήσεως και ιδιοτροπίας τινών, συνεπαγομένων πολλήν δυσχέρειαν περί την είσπραξιν, η μισθοδοσία καθίσταται άτακτος και ανώμαλος, μόλις μετά το τέλος εκάστου έτους πληρωνομένων των διδασκόντων».
Η παιδεία πάντοτε, ακόμα και σήμερα, ήταν… φτωχή. Η παιδεία όμως στην Αδριανούπολη, ανθούσε αν και κατά καιρούς αντιμετώπιζε κλυδωνισμούς. Πλούσιοι και φτωχοί προσπαθούσαν να μορφώσουν τα παιδιά τους έστω και στοιχειωδώς.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παρατηρήσεις του Λογοθέτη για τις Αδριανουπολίτισες, Ελληνίδες και Οθωμανίδες.
Για τις Ελληνίδες της Αδριανούπολης, ο Λογοθέτης γράφει βασιζόμενος σε μαρτυρίες ότι «το γυναικείον φύλον της μεγάλης ταύτης πόλεως είναι πολλώ μάλλον ανεπτυγμένο του άρρενος. Διακρίνεται δε προ πάντων κατά την πνευματικήν γοργότητα, κατά την φιλοτιμίαν, την καθαριότητα, την φιλοπονίαν και την συζυγικήν αρετήν. Και αι μεν διανοητικαί δυνάμεις του εισίν ανεξαιρέτως ακαλλιέργηται, πλην η απομίμησις αφ’ ενός και το άφθονον φυσικόν αυτού πνεύμα αφ’ ετέρου, παρέχουσιν αυτώ χροιάν τινα επιμελημένης ανατροφής. Είναι μαθήσεως επιδεκτικώτερον ή το άρρεν, έχει τάσιν εις τελειοποίησιν των γυναικείων εργοχείρων και καταναλίσκει τον χρόνον ως επί το πολύ εις κεντήματα, πλεξίματα, ράψιμον και υφάσματα μεταξωτά, άτινα όμως κατεργάζονται δια της παναρχαίας και ατελούς εκείνης μηχανής, της καλουμένης παρ’ ημίν κοινώς εργαλιό. Μία δε των σπουδαιοτέρων ασχολιών του είναι και η επιμέλεια της μεταξοσκωληκοτροφίας. Εργάζονται δε ουδέποτε κατά μόνας, αλλά δι’ όλης σχεδόν της ημέρας πολλαί επί το αυτό συνερχόμεναι. Είναι υπερβαλλόντως φίλαι της λογοποιΐας και κατά κόρον πολυπράγμονες ήττον προληπτικαί των ανδρών, οίς υπερτερούσιν ιδιαζόντως κατά την τιμήν του οικογενειακού βίου».
Οι εκτιμήσεις αυτές στην ουσία αποτελούν ύμνο για τις γυναίκες της Αδριανούπολης.
Αξιοσημείωτες όμως παρατηρήσεις, έκανε και για τις Οθωμανίδες, γράφοντας: «Άξιον παρατηρήσεως και προσθήκης θεωρείται και τούτο. Ό,τι και αυταί αι Οθωμανίδες είναι ευφυέστεραι των ανδρών, έχουσι παράστημα ανδρικόν, ήθος αρειμάνιον και συγκοινωνώσιν λίαν ευκόλως μετά των ομογενών γυναικών. Είναι όμως πάντη άμοιροι πρακτικού νου, διότι αι πλείσται εξ αυτών αγνοούσι και αυτό τα ράψιμον. Εισίν δε οκνηρόταται».
Παρατηρήσεις κάνει ο Λογοθέτης και για την δημογραφική γήρανση του Τουρκικού πληθυσμού. Οι παρατηρήσεις αυτές, δεν απείχαν από την πραγματικότητα, εκείνα τα χρόνια.
Ο Λογοθέτης απαριθμούσε οχτώ βασικές αιτίες για την πληθυσμιακή μείωση τότε των Τούρκων.
Ως πρώτη αιτία ανέφερε την τυφλή πίστη των Τούρκων στη δύναμη της ειμαρμένης, στο «κισμέτ» εξαιτίας της οποίας, δεν έπαιρναν μέτρα προφύλαξης από τους κινδύνους, που πήγαζαν από τις επιδημίες.
Επόμενη αιτία ήταν η κακή διατροφή τους και οι συνακόλουθες ασθένειες.
Η τρίτη αιτία, ήταν οι… γυναικωνίτες! Οι πολυάριθμες γυναίκες των Οθωμανών, που ήταν απόλυτα εξαρτημένες από τους συζύγους τους, φοβούμενες να μην εκδιωχθούν και επειδή σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα μπορέσουν να θρέψουν τα παιδιά τους, τότε όταν συνέβαινε να αποκτήσουν κάποια παιδιά γράφει ότι «τα πνίγουσιν άμα τη γεννήσει των ή δηλητηριάζουσιν αυτά, βρέφη όντα».
Σκαμπρόζικη είναι όμως και η τέταρτη αιτία, που αφορούσε τους Οθωμανούς. «Εξαντλούσιν αώρως τας φυσικάς των δυνάμεις δι’ υπέρμετρον χρήσιν της γαμηλίου ορμής και ούτως απέρχονται εις τον Άδην πριν ή προφθάσωσι να πολλαπλασιάσωσιν αποχρώντως την εξακολούθησιν του προσώπου των».
Επόμενη και πέμπτη αιτία, ήταν η απέχθεια πολλών νεαρών Οθωμανών στο σκληρό στρατιωτικό βίο και για να τον αποφύγουν ασπάζονταν τον «νωχελή μοναχικόν βίον» και κλείνονταν στα τζαμιά, χωρίς ν’ αφήνουν απογόνους.
Και η έκτη αιτία όμως είναι ενδιαφέρουσα. «Πλείσται Οθωμανίδες έτι κατά την τρυφεράν αυτών ηλικίαν, ίνα μη αποσβεσθή προώρως το άνθος του προσώπου των εκ της τεκνογονίας και ίνα τηρήσωσιν επί μακρόν χρόνον την δύναμιν των θελγήτρων της νεαράς ηλικίας των, επιμελούνται μετά πολλής σπουδής την λήψιν αντιδραστικών τη συλλήψει φαρμάκων και συντελούσιν ούτω και αύται κλασματικώς εις την καταστροφήν της φυλής των».
Προσέξτε τώρα και την έβδομη αιτία, η οποία παρά το ακατανόητο περιεχόμενό της, πρέπει να υποθέσουμε, πως αναφέρεται στους ευνουχισμούς, για στελέχωση των χαρεμιών. «Κτηνώδης και ακατονόμαστος δι’ αιδώ χρήσις των γεννητικών οργάνων, συμπληροί το σύνολον των ειδών της αυτοκτονίας του Οθωμανικού γένους».
Η τελευταία και όγδοη αιτία είναι η στρατολόγηση για τους πολέμους, που χρησιμεύει ως τάφος εκατοντάδων χιλιάδων νέων.
Επιπλέον ο Λογοθέτης δίνει πολλές και αναλυτικές πληροφορίες για το εμπόριο της Αδριανούπολης, αλλά και για την εγκατάσταση των Καθολικών εκεί, γράφοντας:
«Το της εισαγωγής και εξαγωγής εμπόριον κατά τον Νομόν τούτον είναι κατά πρώτον λόγον εις χείρας των ομογενών. Εφεξής είς χείρας ολίγων αλλοφύλων ήτοι Ισραηλιτών και Αρμενίων και κατά τρίτον λόγον εις χείρας εγχωρίων τινών καλουμένων Φράγκων, οίτινες προ ημίσεως και ενός εγκατασταθέντες ενταύθα αιώνος, δι’ επιγαμιών μετά των ομογενών εξελληνισθέντες, όντες Καθολικοί το δόγμα, έλληνες όμως την γλώσσαν και τα ήθη, ευχαριστούνται ν’ αποκαλώνται μάλλον Φράγκοι ή Έλληνες. Διατελούσι δε οι μεν εξ αυτών υπό Ιταλικήν οι δε υπό Γαλλικήν, οι δε υπό Πρωσσικήν προστασίαν».
Σε ό,τι αφορά τη σύνθεση του πληθυσμού περί το 1866, η Αδριανούπολη είχε 30.000 Έλληνες με 5.000 σπίτια, 10 εκκλησίες και εννέα σχολεία. Επίσης είχε 42.000 Οθωμανούς με 8.000 σπίτια και 60 τζαμιά. Οι Βούλγαροι ανέρχονταν σε 7.000 άτομα με 800 σπίτια και τρία σχολεία αλληλοδιδακτικά. Υπήρχαν και 4.000 Ισραηλίτες με 500 σπίτια, 10 συναγωγές και δύο σχολεία. Οι Καθολικοί ήταν 200 με 50 σπίτια, ένα σχολείο και δύο ναούς. Οι Διαμαρτυρόμενοι ανέρχονταν σε 60 με 15 σπίτια και ένα ναό. Οι Αρμένιοι ήταν 5.000 άτομα με 1.000 σπίτια, δύο ναούς και δύο σχολεία. Οι σκηνίτες Αθίγγανοι ήταν 500. Υπήρχε επίσης ένα πληθυσμός 8-10.000 κατοίκων απροσδιόριστης εθνικότητας και γλώσσας.
Η έκθεση Λογοθέτη περιείχε πολλά στοιχεία και αναλυτικά για το εμπόριο της Αδριανούπολης. Ειδική αναφορά θα κάνουμε εδώ για το μετάξι και τα κρασιά.
Για το μετάξι της Αδριανούπολης ειδικά αναφέρει, ότι ήταν πολύ καλής ποιότητας και η κλωστή του ήταν λευκή στιλπνή και λεία. Δυστυχώς όμως μια ασθένεια των μεταξοσκωλήκων, που έπεσε σαν κατάρα το 1857, οδήγησε σε φοβερή μείωση της παραγωγής. Από ένα εκατομμύριο οκάδες κουκουλιών που παράγονταν λόγω της ασθένειας σιγά- σιγά η παραγωγή έπεσε στις 200.000 οκάδες. Ταυτόχρονα, επηρεάσθηκε και η καλή ποιότητα της μεταξωτής κλωστής.
Σε ό,τι αφορά τα κρασιά «οι οίνοι του νομού τούτου και ιδία δύο χωρίων οκτώ ώρας απεχόντων της Αδριανουπόλεως και ονομαζομένων του μεν ενός Ασλάνη, του δε άλλου Ζαλούφι, δύνανται να θεωρηθώσιν εκ των καλλιτέρων, δια την γεύσιν, την υπερβολήν της πνευματικής δυνάμεως, το άρωμα και την ευρωστίαν των». Τα κρασιά εκείνα διατηρούνταν μέχρι και 30 χρόνια. Εξάγονταν στη Ρωσία.
Ας δούμε όμως και κάτι άλλο: Είχε ενδιαφέρον η αντίδραση των Ελλήνων όταν επρόκειτο να δοξολογηθεί υποχρεωτικά ο Σουλτάνος στις χριστιανικές εκκλησίες. Ο υποπρόξενος Ιωσήφ Βαρότσης μας πληροφορεί, ότι το Πάσχα του 1850, γιορτάσθηκε εκεί «ησύχως και αταράχως».
Στην πασχαλινή δοξολογία όμως, επισημαίνει, ότι ακούγονταν και πολλές ευχές για την διατήρηση και μακροβιότητα «του Φιλοθέου, Φιλολάου και Προοδευτικού Αβδούλ Μετζίτη» και προσθέτει ότι όπως παρατηρήθηκε και την προηγούμενη χρονιά, ο μητροπολίτης και ο κλήρος δοξολογούσαν το Σουλτάνο, αλλά ο λαός, όχι! Απαντούσε, παρ’ όλα τα νεύματα του Ποιμένος του, με ένα αδύνατο «Αμήν».
Οι κάτοικοι της Αδριανούπολης και της ευρύτερης περιοχής της, ήταν συνειδητοποιημένοι Έλληνες πατριώτες. Από αναφορά του προξένου της Αδριανούπολης Ιωάννη Μεταξά με ημερομηνία 11 Απριλίου 1870, πληροφορούμαστε, ότι από συνεισφορές των Ελλήνων της περιοχής είχε συγκεντρώσει κατά τη διάρκεια της θητείας του ποσό 5.000 δρχ. -μεγάλο ποσό τότε- υπέρ των αγωνιζομένων Κρητών. Πρέπει να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη όποιος ενίσχυε των αγώνα των Κρητών που συνεχώς επαναστατούσαν, θεωρούνταν χωρίς άλλη συζήτηση εχθρός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τις ανάλογες συνέπειες.
Παρά το γεγονός ότι η Αδριανούπολη υπέστη μεγάλες καταστροφές από πυρκαγιές, διέθετε πάντοτε περικαλλή δημόσια και ιδιωτικά κτίρια, που μαρτυρούσαν την δεσπόζουσα θέση της στην οικονομία και τη διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
*Ο μεγάλος αρχιτέκτονας Σινάν, που όμως ήταν Ελληνόπουλο του παιδομαζώματος, από την Καππαδοκία
Το 1852 για παράδειγμα, από αναφορά του πρόξενου Ιωσήφ Βαρότση, πληροφορούμαστε ότι υπέστη μεγάλες καταστροφές από πυρκαγιά που ξέσπασε στις 22 Ιουλίου, στην μεγάλη αγορά της πόλης και αποτέφρωσε 600 εργαστήρια, χάνια και καφενεία. Ο Βαρότσης αποδίδει τα αίτια της πυρκαγιάς σε έριδες μεταξύ των Τούρκων. Στις 21 Ιουλίου είχε γίνει και άλλη μια απόπειρα εμπρησμού σε άλλη αγορά, αλλά η φωτιά κατασβέσθηκε γρήγορα από την Πολιτοφυλακή. Μια άλλη πυρκαγιά αναφέρει ο Βαρότσης, ότι κατέκαψε 70 σπίτια στις 17 Φεβρουαρίου 1849.
Η ανάπτυξη θα είχε άλλο περιεχόμενο και ταχύτατους ρυθμούς, που θα έβγαζαν την περιοχή από την νωχέλεια της Ανατολής και την υπανάπτυξη στην οποία την είχε καταδικάσει το Οθωμανικό κράτος, αν είχε γίνει το μεγάλο έργο, να καταστεί πλωτός ο Έβρος. Η προσπάθεια άρχισε, αλλά τελικά δυστυχώς δεν ολοκληρώθηκε Έγραφε ο Έλληνας πρόξενος Αναστάσιος Δόσκος σε αναφορά του στις 13 Απριλίου 1859:
«Χθες ημέραν του Πάσχα κατέπλευσεν ενταύθα κατά πρώτον το του ποταμού Μαρίτζης (Έβρου) ατμόπλοιον…. Το ατμόπλοιον τούτο είναι 30 ίππων δυνάμεως ανεπαρκές δε δια την υπηρεσίαν εις ήν είναι προορισμένον. Ωσαύτως δε και ο ποταμός χρήζει εισέτι πολλής εργασίας διότι εις πολλά μέρη τα νερά κατά τοσούτον είναι αβαθή ώστε εκάθησεν τρεις μέχρις ού φθάσει ενταύθα. Απαιτούνται επομένως πολλαί εισέτι χρηματικαί δαπάναι και δεν είναι γνωστόν αν η εταιρεία αύτη θέλει αποφασίσει να κάμη τοιαύτας. Το πρώτον ταξίδιον εγένετο προς δοκιμήν».
Έμειναν όλοι στη χαρά του δοκιμαστικού πλου, σε έναν πλωτό όπως τον ήθελαν και όπως ήταν παλαιότερα, ποταμό Έβρο.
Δραματικές στιγμές έζησε η Αδριανούπολη, στο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1878, όταν δέχτηκε χιλιάδες Οθωμανών προσφύγων από τη Φιλιππούπολη. Ρακένδυτοι έφταναν χιλιάδες πρόσφυγες Οθωμανοί, μέσα σε ανοιχτά βαγόνια ταξιδεύοντας μέσα στο ψύχος επί 26 ώρες. Στα βαγόνια ανέβαιναν ακόμα και στις οροφές. Τότε στην Αδριανούπολη ένας Έλληνας ο Βενετσιάνης, αντιπρόσωπος του βαρόνου Χιρς, άρχισε να οργανώνει συσσίτια και καταλύματα. Προσλήφθηκαν κατά το ρεπορτάζ του «Νεολόγου» ακόμα και «εκμεκτσήδες» δηλαδή ψωμάδες και «σαλεπιτζήδες» που έκαναν τα γνωστά ζεστά ροφήματα, για να ανακουφίσουν τις πρώτες ώρες τους παγωμένους πρόσφυγες. Αργότερα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ επαίνεσε δημόσια το Βενετσιάνη.
Ο βαρόνος Χιρς ήταν ο ξένος μεγαλοεπενδυτής, που είχε αναλάβει την κατασκευή των σιδηροδρόμων και άλλων έργων στην Ευρωπαϊκή Τουρκία.
Η Αδριανούπολη άρχισε να φθίνει, όταν οι Τούρκοι έκαναν εκτεταμένες σφαγές σε άμαχους, για να αντιμετωπίσουν την Επανάσταση των Ελλήνων το 1821. Αργότερα οι Βούλγαροι πραξικοπηματικά προσάρτησαν το 1880 την Ανατολική Ρωμυλία, αφαιρώντας από την Αδριανούπολη ένα μεγάλο μέρος της πλούσιας ενδοχώρας της.
Μετά την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης το 1922, έχασε πλήρως το ελληνικό στοιχείο. Και από δεύτερη πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είναι σήμερα μια πόλη των περίπου 75.000 κατοίκων, που η γειτονική κυβέρνηση προσπαθεί να στηρίξει με Πανεπιστήμιο και άλλες δημόσιες και στρατιωτικές υπηρεσίες.
Καθήκον όλων μας και κυρίως δικό σας, αφού σας συνδέουν σχέσεις καταγωγής, είναι να διατηρήσετε ζωντανές τις μνήμες της πόλης αυτής, που υπήρξε στολίδι του Ελληνισμού και μητρόπολη των Θρακών.
Π.Σ. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ